μπούρσα
Смотреть что такое "μπούρσα" в других словарях:
μπούρσα — και μπόρσα και μπρούσα, η (Μ μπόρσα) νεοελλ. 1. το χρηματοφυλάκιο 2. το χρηματιστήριο μσν. 1. πουγγί 2. σακούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. borsa «πουγγί»] … Dictionary of Greek
μπόρσα — η (Μ μπόρσα) βλ. μπούρσα … Dictionary of Greek
ναροντνίκοι — Πολιτικό και πνευματικό κίνημα, που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. στη Ρωσία και διατηρήθηκε ουσιαστικά έως την επανάσταση των μπολσεβίκων (1917), με διάφορες μεταρρυθμιστικές ή και επαναστατικές τάσεις, οι οποίες απέβλεπαν σε… … Dictionary of Greek